«Η Αγγλία έχει αλλάξει. Αυτή την εποχή είναι δύσκολο να καταλάβεις ποιος είναι ντόπιος και ποιος όχι. Ποιος είναι δικός μας και ποιος είναι ξένος. Είναι ενοχλητικό. Δεν φαίνεται σωστό.»
Οι «ξένοι», το μεγάλο πρόβλημα (του «brave, new world»), της Ευρώπης του σήμερα σε συνδιασμό με την αποξένωση των ανθρώπων δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, με το οποίο ασχολείται ο σπουδαίος Άγγλος (γενν. στην Καραϊβική, και πλέον κάτοικος της Ν.Υόρκης) συγγραφέας Caryl Phillips, στο μυθιστόρημα του, «ΜΑΚΡΙΝΗ ΑΚΤΗ» (A distant shore), (Εκδ.Scripta, μετάφρ. Ρ.Χατχούτ, σελ.316). Ένα θλιμμένο και ατμοσφαιρικό βιβλίο, βαθιά μελαγχολικό που όμως θίγει με πολύ απλό τρόπο καταστάσεις και γεγονότα απολύτως επίκαιρα που πληγώνουν όλους μας.
Δύο άνθρωποι μόνοι βρίσκουν έναν κώδικα επικοινωνίας, μια επαφή που τόσο έχουν ανάγκη. Δύο άνθρωποι τόσο διαφορετικοί. Η Ντόροθι είναι μια πρόωρα συνταξιοδοτημένη δασκάλα που της έχουν πέσει όλα κατακέφαλα τα τελευταία χρόνια. Χωρίζει μετά από 30 χρόνια γάμου, πεθαίνουν οι γονείς της και (το κερασάκι στην τούρτα), η αδελφή της προσβάλλεται από καρκίνο και πεθαίνει μετά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η Ντόροθι αποφασίζοντας να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή της αγοράζει μια μεζονέτα σε έναν νέο οικισμό που έχει χτισθεί στις παρυφές ενός τυπικού βρετανικού χωριού. Νυχτοφύλακας του οικισμού είναι ο Σόλομον, ένας τριαντάρης μοναχικός μαύρος, ο οποίος προσπαθεί να βοηθήσει την κοινότητα μεταφέροντας ασθενείς στο κοντινό νοσοκομείο. Έτσι γνωρίζεται με την Ντόροθι η οποία επισκέπτεται ψυχολόγο για να καταπολεμήσει τις αυπνίες και την κατάθλιψή της.
Η Ντόροθι είναι μια τυπική μεσοαστή Αγγλίδα της επαρχίας. Καθηγήτρια Μουσικής με καλούς τρόπους και έμφυτη αντιπάθεια προς τους άστεγους, τους χούλιγκανς, όλους αυτούς που νιώθει ότι απειλούν την ηρεμία της. Στον Σόλομον βλέπει έναν ήσυχο και ευγενή άνθρωπο που δείχνει να ενδιαφέρεται για τα προβλήματά της – αντιλαμβάνεται ότι η τοπική κοινωνία τον βλέπει με μισό μάτι – ίσως είναι ο μοναδικός μαύρος σε κοντινή απόσταση. Είναι έτοιμη να ξανοιχθεί μαζί του, να βρει κάποιον να επικοινωνήσει πραγματικά αλλά οι ντόπιοι «παληκαράδες» έχουν άλλη γνώμη. Το πτώμα του Σόλομον βρίσκεται στις όχθες του ποταμού, η Ντόροθι μαθαίνει από μια κοπελίτσα ποιοι είναι οι δράστες και σύντομα καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική.
Όλα τα ανωτέρω συμβαίνουν στο πρώτο τέταρτο του βιβλίου, ουσιαστικά είναι η εισαγωγή του. Από εκεί και πέρα, παρακολουθούμε τις ιστορίες των δύο ηρώων και το πώς κατέληξαν εδώ. Την φυγή του Σόλομον που το πραγματικό του όνομα ήταν Γκάμπριελ, από την Αφρική μετά την εμπλοκή του στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας του και την σφαγή της οικογένειάς του μπροστά στα μάτια του. Το ταξίδι του ως λαθρομετανάστης και την προσαρμογή του στην άγνωστη και παράξενη χώρα στην οποία επέλεξε να έρθει. Την εσωτερική περιπέτεια της Ντόροθι και όλα αυτά που της έτυχαν στην προσωπική και επαγγελματική της ζωή, ώστε να την φέρουν στο στάδιο της ψυχολογικής κατάρρευσης.
Η «μακρινή ακτή» είναι το μέρος που ονειρεύονται οι δύο ήρωες του μυθιστορήματος βιώνοντας ο καθένας μια ασφυκτική και περίκλειστη πραγματικότητα. Ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες οι ζωές τους συγκλίνουν δραματικά. Η Αγγλία απογοητεύει τον Σόλομον όταν σύντομα (με το που φτάνει) διαπιστώνει την βία της εξουσίας, την βία των συνανθρώπων του, την αβάσταχτη μοναξιά που βιώνουν οι κάτοικοι ενός μέρους που τον ξαφνιάζει με την μελαγχολία του, «…Αυτή δεν είναι η Αγγλία στην οποία νόμιζε ότι ερχόταν, κι αυτοί οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι δεν είναι οι άνθρωποι που φανταζόταν ότι θα ανακάλυπτε. Κάτω από τη θλιβερή αυτή στέγη, η ζωή έχει χάσει κάθε φιλοδοξία και έχει ραγίσει.».Η απογοήτευση και η απελπισία της Ντόροθι την οδηγούν στην σχιζοφρένεια. Μετά από αυτά που της έτυχαν, νιώθει αποκομμένη από τον περίγυρό της. Η ζωή που έχτιζε επί 30 χρόνια βήμα-βήμα, έχει διαλυθεί και προσπαθεί να βρει τρόπο επικοινωνίας με τους ανθρώπους χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οδηγείται σε παρεξηγήσεις, αλλόκοτες συμπεριφορές – όταν πια φτάνει στον οικισμό και το νέο της σπίτι είναι αργά, η αντίστροφη πορεία έχει αρχίσει.
Είναι ένα έξοχο, ελεγειακό βιβλίο που απολαμβάνεις να το διαβάζεις παρά την θλίψη που πέφτει βαρειά επάνω του σαν τον σκοτεινό ουρανό της βόρειας Αγγλίας. Ο Φίλιπς είναι ένας μεγάλος στιλίστας, κάτι που είχε φανεί στο εξαιρετικό μυθιστόρημα του «Καίμπριτζ» και επιβεβαιώνεται στην «Μακρινή ακτή». Και στα δύο μυθιστορήματα τον απασχολούν οι ρατσιστικές συμπεριφορές, η θέση του αφρικανού πρόσφυγα, πρώην σκλάβου του παρελθόντος ή κυνηγημένου του παρόντος χρόνου στην κοινωνία, οι πολιτιστικές διαφορές, η αναζήτηση ταυτότητας στην σύγχρονη αλλοτριωμένη κοινωνία, το αίσθημα αποξένωσης... Η γραφή του μοιάζει σε πολλά σημεία με αυτή του Κουτσί (κυρίως στο καλύτερο του βιβλίο κατά την άποψή μου «Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ.») αν και στην «Μακρινή ακτή» υπάρχουν πολλά σημεία που φέρνουν στον νου την φινέτσα του Κ.Ισιγκούρο (η σχέση Ντόροθι/Σόλομον παραπέμπει λίγο στα "Απομεινάρια μιας μέρας")
Το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί σε συνάρτηση με μια ταινία που παρότι είδα αρκετούς μήνες πριν ακόμα την διατηρώ έντονα στη μνήμη μου. Είναι το London river...Δεν έχει άμεση σχέση με την ιστορία του Σόλομον και της Ντόροθι αλλά κινείται σε παρεμφερή ατμόσφαιρα και σου αφήνει την ίδια γεύση. Εξ'άλλου είναι πεποίθησή μου ότι η απόλαυση μιας ωραίας ταινίας είναι σχεδόν ίδια με την απόλαυση ενός ωραίου βιβλίου.
Οι «ξένοι», το μεγάλο πρόβλημα (του «brave, new world»), της Ευρώπης του σήμερα σε συνδιασμό με την αποξένωση των ανθρώπων δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα, με το οποίο ασχολείται ο σπουδαίος Άγγλος (γενν. στην Καραϊβική, και πλέον κάτοικος της Ν.Υόρκης) συγγραφέας Caryl Phillips, στο μυθιστόρημα του, «ΜΑΚΡΙΝΗ ΑΚΤΗ» (A distant shore), (Εκδ.Scripta, μετάφρ. Ρ.Χατχούτ, σελ.316). Ένα θλιμμένο και ατμοσφαιρικό βιβλίο, βαθιά μελαγχολικό που όμως θίγει με πολύ απλό τρόπο καταστάσεις και γεγονότα απολύτως επίκαιρα που πληγώνουν όλους μας.
Δύο άνθρωποι μόνοι βρίσκουν έναν κώδικα επικοινωνίας, μια επαφή που τόσο έχουν ανάγκη. Δύο άνθρωποι τόσο διαφορετικοί. Η Ντόροθι είναι μια πρόωρα συνταξιοδοτημένη δασκάλα που της έχουν πέσει όλα κατακέφαλα τα τελευταία χρόνια. Χωρίζει μετά από 30 χρόνια γάμου, πεθαίνουν οι γονείς της και (το κερασάκι στην τούρτα), η αδελφή της προσβάλλεται από καρκίνο και πεθαίνει μετά σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η Ντόροθι αποφασίζοντας να κάνει μια νέα αρχή στη ζωή της αγοράζει μια μεζονέτα σε έναν νέο οικισμό που έχει χτισθεί στις παρυφές ενός τυπικού βρετανικού χωριού. Νυχτοφύλακας του οικισμού είναι ο Σόλομον, ένας τριαντάρης μοναχικός μαύρος, ο οποίος προσπαθεί να βοηθήσει την κοινότητα μεταφέροντας ασθενείς στο κοντινό νοσοκομείο. Έτσι γνωρίζεται με την Ντόροθι η οποία επισκέπτεται ψυχολόγο για να καταπολεμήσει τις αυπνίες και την κατάθλιψή της.
Η Ντόροθι είναι μια τυπική μεσοαστή Αγγλίδα της επαρχίας. Καθηγήτρια Μουσικής με καλούς τρόπους και έμφυτη αντιπάθεια προς τους άστεγους, τους χούλιγκανς, όλους αυτούς που νιώθει ότι απειλούν την ηρεμία της. Στον Σόλομον βλέπει έναν ήσυχο και ευγενή άνθρωπο που δείχνει να ενδιαφέρεται για τα προβλήματά της – αντιλαμβάνεται ότι η τοπική κοινωνία τον βλέπει με μισό μάτι – ίσως είναι ο μοναδικός μαύρος σε κοντινή απόσταση. Είναι έτοιμη να ξανοιχθεί μαζί του, να βρει κάποιον να επικοινωνήσει πραγματικά αλλά οι ντόπιοι «παληκαράδες» έχουν άλλη γνώμη. Το πτώμα του Σόλομον βρίσκεται στις όχθες του ποταμού, η Ντόροθι μαθαίνει από μια κοπελίτσα ποιοι είναι οι δράστες και σύντομα καταλήγει σε ψυχιατρική κλινική.
Όλα τα ανωτέρω συμβαίνουν στο πρώτο τέταρτο του βιβλίου, ουσιαστικά είναι η εισαγωγή του. Από εκεί και πέρα, παρακολουθούμε τις ιστορίες των δύο ηρώων και το πώς κατέληξαν εδώ. Την φυγή του Σόλομον που το πραγματικό του όνομα ήταν Γκάμπριελ, από την Αφρική μετά την εμπλοκή του στον εμφύλιο πόλεμο της χώρας του και την σφαγή της οικογένειάς του μπροστά στα μάτια του. Το ταξίδι του ως λαθρομετανάστης και την προσαρμογή του στην άγνωστη και παράξενη χώρα στην οποία επέλεξε να έρθει. Την εσωτερική περιπέτεια της Ντόροθι και όλα αυτά που της έτυχαν στην προσωπική και επαγγελματική της ζωή, ώστε να την φέρουν στο στάδιο της ψυχολογικής κατάρρευσης.
Η «μακρινή ακτή» είναι το μέρος που ονειρεύονται οι δύο ήρωες του μυθιστορήματος βιώνοντας ο καθένας μια ασφυκτική και περίκλειστη πραγματικότητα. Ξεκινώντας από διαφορετικές αφετηρίες οι ζωές τους συγκλίνουν δραματικά. Η Αγγλία απογοητεύει τον Σόλομον όταν σύντομα (με το που φτάνει) διαπιστώνει την βία της εξουσίας, την βία των συνανθρώπων του, την αβάσταχτη μοναξιά που βιώνουν οι κάτοικοι ενός μέρους που τον ξαφνιάζει με την μελαγχολία του, «…Αυτή δεν είναι η Αγγλία στην οποία νόμιζε ότι ερχόταν, κι αυτοί οι ταλαιπωρημένοι άνθρωποι δεν είναι οι άνθρωποι που φανταζόταν ότι θα ανακάλυπτε. Κάτω από τη θλιβερή αυτή στέγη, η ζωή έχει χάσει κάθε φιλοδοξία και έχει ραγίσει.».Η απογοήτευση και η απελπισία της Ντόροθι την οδηγούν στην σχιζοφρένεια. Μετά από αυτά που της έτυχαν, νιώθει αποκομμένη από τον περίγυρό της. Η ζωή που έχτιζε επί 30 χρόνια βήμα-βήμα, έχει διαλυθεί και προσπαθεί να βρει τρόπο επικοινωνίας με τους ανθρώπους χωρίς όμως αποτέλεσμα. Οδηγείται σε παρεξηγήσεις, αλλόκοτες συμπεριφορές – όταν πια φτάνει στον οικισμό και το νέο της σπίτι είναι αργά, η αντίστροφη πορεία έχει αρχίσει.
Είναι ένα έξοχο, ελεγειακό βιβλίο που απολαμβάνεις να το διαβάζεις παρά την θλίψη που πέφτει βαρειά επάνω του σαν τον σκοτεινό ουρανό της βόρειας Αγγλίας. Ο Φίλιπς είναι ένας μεγάλος στιλίστας, κάτι που είχε φανεί στο εξαιρετικό μυθιστόρημα του «Καίμπριτζ» και επιβεβαιώνεται στην «Μακρινή ακτή». Και στα δύο μυθιστορήματα τον απασχολούν οι ρατσιστικές συμπεριφορές, η θέση του αφρικανού πρόσφυγα, πρώην σκλάβου του παρελθόντος ή κυνηγημένου του παρόντος χρόνου στην κοινωνία, οι πολιτιστικές διαφορές, η αναζήτηση ταυτότητας στην σύγχρονη αλλοτριωμένη κοινωνία, το αίσθημα αποξένωσης... Η γραφή του μοιάζει σε πολλά σημεία με αυτή του Κουτσί (κυρίως στο καλύτερο του βιβλίο κατά την άποψή μου «Βίος και πολιτεία του Μάικλ Κ.») αν και στην «Μακρινή ακτή» υπάρχουν πολλά σημεία που φέρνουν στον νου την φινέτσα του Κ.Ισιγκούρο (η σχέση Ντόροθι/Σόλομον παραπέμπει λίγο στα "Απομεινάρια μιας μέρας")
Το υπέροχο αυτό μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί σε συνάρτηση με μια ταινία που παρότι είδα αρκετούς μήνες πριν ακόμα την διατηρώ έντονα στη μνήμη μου. Είναι το London river...Δεν έχει άμεση σχέση με την ιστορία του Σόλομον και της Ντόροθι αλλά κινείται σε παρεμφερή ατμόσφαιρα και σου αφήνει την ίδια γεύση. Εξ'άλλου είναι πεποίθησή μου ότι η απόλαυση μιας ωραίας ταινίας είναι σχεδόν ίδια με την απόλαυση ενός ωραίου βιβλίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου